- αθόρυβα
- επίρρ. незаметно, тихо, бесшумно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
άκασκα — ἄκασκα (και ἀκασκᾷ) (Α) [ἀκή ΙΙ] επίρρ. 1. ήσυχα, αθόρυβα 2. μαλακά, αργά … Dictionary of Greek
αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… … Dictionary of Greek
αθροεί — ἀθροεί επίρρ. (Μ) [ἄθροος] χωρίς θόρυβο, αθόρυβα … Dictionary of Greek
ακέων — ἀκέων, ουσα (Α) σιωπηλά, αθόρυβα «βῆ δ ἀκέων παρὰ θῑνα» (Α 34) «ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι» (φ 89) «ἀκέουσα κάθησο» (Α 565). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέω ΙΙ ο τ. ἀκέων τής μετοχής χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως επίρρημα. Βλ. ακή (ΙΙ). ΠΑΡ. αρχ. ἀκεόντως] … Dictionary of Greek
ακήν — ἀκὴν (Α) (αιτ. τού ἀκὴ ΙΙ*) (ως επίρρ.) αθόρυβα, σιωπηλά … Dictionary of Greek
ακλαγγί — ἀκλαγγὶ επίρρ. (Α) [κλαγγή] αθόρυβα … Dictionary of Greek
ακροπερπατώ — ( άω) 1. περπατώ στην άκρη δρόμου, όχθης κ.λπ. 2. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 3. περπατώ αθόρυβα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + περπατώ] … Dictionary of Greek
ακροποδητί — (Α ἀκροποδητὶ και ιτί) στις μύτες, στα νύχια τών ποδιών, αθόρυβα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς] … Dictionary of Greek
ακτυπί — ἀκτυπί επίρρ. (AM) [ἄκτυπος] χωρίς χτύπο, αθόρυβα … Dictionary of Greek